μωσαϊκό

μωσαϊκό
το
1. ψηφιδωτό δάπεδο ή ψηφιδωτή τοιχογραφία: Τα μωσαϊκά της Αγίας Σοφίας.
2. μτφ., σύνολο ανομοιογενών στοιχείων που έχουν ανακατευτεί μεταξύ τους: Μωσαϊκό θρησκειών.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μωσαϊκό — I Βλ. λ. ψηφιδωτό. Ο ιός του μωσαϊκού του καπνού, φωτογραφημένος με ηλεκτρονικό μικροσκόπιο. II (Βοτ.). Μια πάθηση των φυτών που προκαλείται από διάφορους ιούς. Συνήθως εκδηλώνεται με κατά ζώνες κιτρίνισμα των φύλλων εξαιτίας αλλοιωμένου… …   Dictionary of Greek

  • Mosaiko — Μωσαϊκὸ (Mosaic) Origin Kerch, Crimea, Ukraine Genres Pop, Laiko, Byzantine music Years active 1999–present Website …   Wikipedia

  • Мозаика (коллектив) — Μωσαϊκὸ (Мозаика) Μωσαϊκὸ (Мозаика) Годы 1999 нынешнее время Страна …   Википедия

  • Мосаико — Жанры Поп, Лаика, Духовная музыка Годы 1999 нынешнее время Страна …   Википедия

  • Αζτέκοι — Ιθαγενής λαός του Μεξικού, που από τον 14ο έως τον 16ο αι. επέβαλε την κυριαρχία του σε μεγάλο μέρος της Κεντρικής Αμερικής. Για την προέλευση και την αρχική ιστορία της φυλής αυτής έχουν δημιουργηθεί πολυάριθμοι θρύλοι. Σύμφωνα με έναν από… …   Dictionary of Greek

  • μωσαϊκός — (I) ή, ό [μωσαϊκό] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μωσαϊκό ή που έχει μορφή και σύσταση μωσαϊκού («μωσαϊκές πλάκες»). (II) ή, ὁ (ΑΜ μωσαϊκός ή, όν [Μωυσής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Μωυσή («μωσαϊκός νόμος» ο δεκάλογος, οι δέκα… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Σινά — Χερσόνησος της Αιγύπτου, που βρίσκεται μεταξύ των κόλπων του Σουέζ και της Άκαμπα. Έχει έκταση 65 000 τ. χλμ. και στο μεγαλύτερο μέρος της είναι άνυδρη και άγονη. Ολόκληρο το νότιο τμήμα της αποτελείται από ένα κρυσταλλοπαγή ορεινό όγκο, που… …   Dictionary of Greek

  • λιθόστρωτος — η, ο (AM λιθόστρωτος, ον) ο επιστρωμένος με πέτρες («πρὸς λιθόστρωτον κόρης νυμφεῑον... είσεβαίνομεν», Σοφ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το λιθόστρωτο δρόμος στρωμένος με ακανόνιστες πέτρες, καλντερίμι αρχ. 1. ο επιστρωμένος με ψηφιδωτό ή με μωσαϊκό… …   Dictionary of Greek

  • μουσάριον — (I) μουσάριον, τὸ (Α) [μούσα (Ι)] ονομασία ενός είδους κολλυρίου. (II) μουσάριον και μουσάρον, τὸ (Μ) μωσαϊκό έργο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. μουσεῖον «μωσαϊκό έργο» + υποκορ. κατάλ. άριον] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”